dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
γυρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
suchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γυρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich umsehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γυρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γυρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γυρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schwachsinn
Ⓦ
Ⓖ
…