dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γενιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Generation
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
τα
γένια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bart
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γενιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschlecht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)