dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
συνταξιούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pensionär
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικότροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pensionär
Ⓦ
Ⓖ
…