dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
σαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abtasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auskehren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einheimsen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einscannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinwegfegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kehren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stürmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überrennen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wegfegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
κατσαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kräuseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατσαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krausen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατσαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich kräuseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατσαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich wellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατσαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wellen
Ⓦ
Ⓖ
…