dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παρασέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παρασύρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συμπαρασέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμπαρασύρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
συγκλονιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitreißend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitreißend
Ⓦ
Ⓖ
…