dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαρρέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sickern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαρρέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαρρέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entweichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαρρέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαρρέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
austreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαρρέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchsickern lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαρρέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versickern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαρρέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchsickern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαρρέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchströmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαρρέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vergehen
Ⓦ
Ⓖ
…