dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
εξοπλίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξοπλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω εξοπλισμό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
παροπλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξοπλίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξοπλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρματώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφοδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
οπλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξαγριώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οπλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit Waffen ausrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπερηφανεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich brüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παινεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich brüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κοκορεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich brüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κορδώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich brüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξοργίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich entrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αγανακτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich entrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προετοιμάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich rüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανταγωνισμός εξοπλισμών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wettrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…