dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαισθάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ahnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαβλέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ahnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μυρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ahnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οσφραίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ahnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προαισθάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ahnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)