dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ραπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nadelarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ραπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Näharbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ραπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schneiderei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ραπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schneidern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ραπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Nähen
Ⓦ
Ⓖ
…