dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mindern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwächer werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
senken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weniger werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niederlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niederschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niedriger machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermindern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verringern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sinken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich senken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heruntersetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reduzieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαμηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich bücken
Ⓦ
Ⓖ
…