dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σκάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
platzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κρεπάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
platzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πλαντάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
platzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σκάσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Platzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεσπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
platzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξηλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
platzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
platzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)