dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βγαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
φεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απολείπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αφαιρούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξεκόλλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)