dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μουρμουρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
murren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μεμψιμοιρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Murren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεμψιμοιρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
murren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μουρμούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Murren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψιθυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
murren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίρρημα
αγόγγυστα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohne Murren
Ⓦ
Ⓖ
…