dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ασφαλής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sicher
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
βέβαιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sicher
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σίγουρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sicher
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
άτρεμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sicher
Ⓦ
Ⓖ
…
σίγουρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sicher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
βεβαίως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sicher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εξασφαλισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sicher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
με ασφάλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sicher
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)