dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
δικαιούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Berechtigte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δικαιούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anwärter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δικαιούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Begünstigte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δικαιούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Berechtigter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δικαιούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lizenznehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)