dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αντίγραφο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kopie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
αντίγραφο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abschrift
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
αντίγραφο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausfertigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αντίγραφο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ebenbild
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αντίγραφο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nachbau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αντίγραφο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Blankett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αντίγραφο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nachbildung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αντίγραφο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abdruck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αντίγραφο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Duplikat
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)