dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angeregt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgelassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flott
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
intensiv
Ⓦ
Ⓖ
…
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebendig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
munter
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwungvoll
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kräftig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leichtfüßig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ζωηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rege
Ⓦ
Ⓖ
…