dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ομαδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
massenhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μαζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
massenhaft
Ⓦ
Ⓖ
…