dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investition
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fütterung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Deckung
Ⓦ
Ⓖ
…
επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kapitalanlage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Speisung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verkleidung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)