dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufbewahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erhaltung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wahrung
Ⓦ
Ⓖ
…