dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
οικονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
preiswert
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οικονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οικονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
günstig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οικονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ökonomisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οικονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sparsam
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οικονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschwinglich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οικονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
finanziell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οικονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Finanz-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οικονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kostengünstig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)