dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
στρατεύσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wehrpflichtige
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στρατεύσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wehrfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στρατεύσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wehrpflichtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
στρατεύσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wehrpflichtiger
Ⓦ
Ⓖ
…