dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaften
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
administrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)