dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedienen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
handhaben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hantieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
manipulieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)