dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λουφάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trödeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χασομερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trödeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trödeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατατρίβομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trödeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κωλυσιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trödeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρονοτριβώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trödeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρίχνω στην λούφα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trödeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)