dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
τσαλαβουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pfuschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τσαλαβουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
planschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τσαλαβουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sudeln
Ⓦ
Ⓖ
…