dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σαλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rütteln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τραντάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rütteln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τινάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rütteln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τράνταγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Rütteln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξετινάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rütteln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)