dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ενσάρκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verkörperung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ενσωμάτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verkörperung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υλοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verkörperung
Ⓦ
Ⓖ
…