dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ιδρύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δημιουργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εγκαθιδρύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκροτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σχηματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταρτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)