dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewähren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bieten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anbieten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stattgeben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zur Verfügung stellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuwenden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einräumen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)