dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καθαγιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weihen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθιερώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weihen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειροτονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αγιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αγιοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αφιερώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weihen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
εγκαινιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einweihen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθιερώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einweihen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μυώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einweihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einweihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einweihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ιεροσυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entweihen
Ⓦ
Ⓖ
…