dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εισβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εισβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
annektieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εισβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εισβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einmarschieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εισβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überfallen
Ⓦ
Ⓖ
…