dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εισβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)