dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γραμματικό γένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Genus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σεξουαλικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Genus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
γένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Genus
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
απόλαυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Genuss
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάλυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Genuss
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ηδονή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Genuss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χάρμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Genuss
Ⓦ
Ⓖ
…
άσκηση των δικαιωμάτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Genuss der Rechte
Ⓦ
Ⓖ
…
μέσο απόλαυσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Genussmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
μέσο κάρπωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Genussmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δικαίωμα κάρπωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Genussrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ηδονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
genussreich
Ⓦ
Ⓖ
…
τίτλος κάρπωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Genussschein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απολαυστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
genussvoll
Ⓦ
Ⓖ
…