dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θρυμματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerbröckeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάνω ψίχουλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerbröckeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θρύβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerbröckeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θρυμματίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerbröckeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θρυμμάτισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zerbröckeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γίνομαι ψίχουλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerbröckeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαλύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerbröckeln
Ⓦ
Ⓖ
…