dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ernähren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τρέφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ernähren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διατρέφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ernähren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)