dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
υποστηρικτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unterstützer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ενισχυτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unterstützer
Ⓦ
Ⓖ
…