dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ύποπτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verdächtige
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ύποπτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verdächtige
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
υποπτεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdächtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποψιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdächtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παίρνω μυρωδιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdächtigen
Ⓦ
Ⓖ
…