dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
δείγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Muster
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
υπόδειγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Muster
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τύπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Muster
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μοτίβο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Muster
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πατρόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Muster
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πρότυπο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Muster
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σχέδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Muster
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πρωτότυπο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Muster
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)