dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ειδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Experte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
εμπειρογνώμονας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Experte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυθεντία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Experte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ειδήμονας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Experte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ειδήμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Experte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εμπειρογνώμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Experte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εξπέρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Experte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σοφολογιότατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Experte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)