dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φυτοφάγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vegetarier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
χορτοφάγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vegetarier
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
χορτοφάγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vegetarierin
Ⓦ
Ⓖ
…