dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
παρεμβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einschiebung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρεμβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einschub
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παρεμβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Interpolation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παρεμβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Störung
Ⓦ
Ⓖ
…