dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μορφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Form
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μορφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gestalt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μορφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Figur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μορφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μορφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μορφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kontur
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)