dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γόπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kippe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
ανατροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kippen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λυγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kippen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kippen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ανατρεπόμενο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kipper
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σκουπιδότοπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Müllkippe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χωματερή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Müllkippe
Ⓦ
Ⓖ
…