dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αυτοψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Autopsie
Ⓦ
Ⓖ
…
αυτοψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Inspektion
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αυτοψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Augenschein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυτοψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leichenschau
Ⓦ
Ⓖ
…