dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αναπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Atmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανάσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Atmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)