dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συμφωνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übereinstimmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμερίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übereinstimmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταυτίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übereinstimmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
διαφωνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht übereinstimmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
σύμφωνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übereinstimmend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σύμφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übereinstimmend
Ⓦ
Ⓖ
…