dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
έκτρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abtreibung
Ⓦ
Ⓖ
…
άμβλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abtreibung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξάμβλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abtreibung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αμβλωτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abtreibungs-
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
πολέμιος των εκτρώσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abtreibungsgegner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πολέμια των εκτρώσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abtreibungsgegnerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κλινική εκτρώσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abtreibungsklinik
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
νόμος περί εκτρώσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abtreibungsparagraf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αμβλωτικό χάπι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abtreibungspille
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παράνομη άμβλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegale Abtreibung
Ⓦ
Ⓖ
…
θεραπευτική άμβλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
indizierte Abtreibung
Ⓦ
Ⓖ
…