dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
κοινοτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kommunal-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κοινοτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gemeinde-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κοινοτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gemeinschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
κοινοτικός εργαζόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitnehmer aus der Gemeinschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινοτικός οργανισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
EG-Behörde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κοινοτικός υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gemeindebeamte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινοτικός φόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gemeindesteuer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Κοινοτικός Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gemeinschaftscharta der sozialen Grundrechte der Arbeitnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινοτικός έλεγχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gemeinschaftskontrolle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινοτικός φόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gemeinschaftsteuer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινοτικός προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haushaltsplan der Gemeinschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινοτικός κοινωνικός διάλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sozialer Dialog in der Gemeinschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινοτικός κανονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verordnung EG
Ⓦ
Ⓖ
…