dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επιστημονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
εργονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
arbeitswissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φυσικομαθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mathematisch-naturwissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φυσικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
naturwissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εκλαϊκευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
populärwissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επιστημονικοφανής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pseudowissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
γλωσσολογικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sprachwissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αντεπιστημονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unwissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αντιεπιστημονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unwissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανεπιστημονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unwissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οικονομολογικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaftswissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιστήμονες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftlich-technischer Beruf
Ⓦ
Ⓖ
…
επιστημονική μέθοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wissenschaftliche Arbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιστημονική μέθοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
wissenschaftliche Arbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιστημονικός υπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftliche Berechnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιστημονική βιβλιοθήκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftliche Bibliothek
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιστημονική ανακάλυψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftliche Entdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιστημονική έρευνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftliche Forschung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιστημονικός Τύπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftliche Presse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
συμπόσιον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
wissenschaftliche Tagung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιστημονική συνεργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftliche Zusammenarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιστημονική επιτροπή ΕΚ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wissenschaftlicher Ausschuss EG
Ⓦ
Ⓖ
…
επιστημονικές ανταλλαγές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftlicher Austausch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιστημονική πρόοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftlicher Fortschritt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εκπαίδευση θετικής κατεύθυνσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftlicher Unterricht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιστημονική συσκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftliches Gerät
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιστημονική πραγματογνωμοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftliches Gutachten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κινδυνική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissenschaftliches Risikomanagement
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιστημοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wissenschaftlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…